τριουμβιράτωρ

τριουμβιράτωρ
-ορος, ὁ, Μ
ο τριάρχης*, ένας από τα τρία μέλη τής ρωμαϊκής τριανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triumvir «τριάρχης» + κατάλ. -άτωρ (< λατ. κατάλ. -ator), πρβλ. σκεκουλ-άτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”